- διαμύδησις
- διαμύδησις, η (Α) [διαμυδώ]σάπισμα, αλλοίωση ιστού ή οστού, που εμφανίζεται με σπογγοειδή μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμύδησιν — διαμύδησις decay fem acc sg διαμυδάω become fungoid pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)